τραμπούκο — το, Ν βλ. τραμπούκος … Dictionary of Greek
τραμπουκάρω — (I) Ν (αμτβ.) (για πλοίο) κλυδωνίζομαι επικίνδυνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. traboccare «ξεχειλίζω»]. (II) Ν [τραμπούκο] (μτβ.) εξαγοράζω κάποιον, δωροδοκώ … Dictionary of Greek
τραμπουκιά — η, Ν [τραμπούκο] το τραμπουκάρισμα … Dictionary of Greek
τραμπούκικος — η, ο, Ν [τραμπούκος] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στον τραμπούκο («τραμπούκικο φέρσιμο») … Dictionary of Greek
τραμπούκος — ο, θηλ. τραμπούκα και τραμπούκισσα, και ουδ. τραμπούκο, Ν 1. (το αρσ.) α) μπράβος, εξωνημένο και ανήθικο άτομο που απειλεί, εκβιάζει, αυθαιρετεί και τρομοκρατεί υπηρετώντας τους ανέντιμους σκοπούς μιας πολιτικής παράταξης ή ενός πολιτικού β)… … Dictionary of Greek
τραμπουκάρω — τραμπουκάρισα, τραμπουκαρίστηκα, τραμπουκαρισμένος 1. αμτβ. (για πλοίο), κλυδωνίζομαι επικίνδυνα, θαλασσοπνίγομαι: Με τη φουρτούνα θα τραμπουκάρουμε. 2. μτβ., δίνω τραμπούκο (βλ. λ.), δωροδοκώ, εξαγοράζω: Τραμπουκάρισα τον τελωνειακό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τραμπούκικος — η, ο αυτός που ταιριάζει σε τραμπούκο (βλ. λ.): Τραμπούκικη συμπεριφορά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τραμπούκος — ο θηλ. τραμπούκα 1. αυτός που δέχεται τραμπούκο (βλ. λ.), ο κομματάρχης που χρηματίζεται, ο εκλογέας που πουλά την ψήφο του: Οι τραμπούκοι νοθεύουν τις εκλογές. 2. μπράβος πολιτικού, ψευτοπαλικαράς, νταής: Οι τραμπούκοι δείρανε και τα καναν… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)